εὔρις: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔρῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ ([[ῥίς]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[μύτη]], δηλ. αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''εὔρῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ ([[ῥίς]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[μύτη]], δηλ. αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔρις:''' ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (sc. [[κύων]] Aesch., Soph.).
}}
}}

Revision as of 21:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔρῑς Medium diacritics: εὔρις Low diacritics: εύρις Capitals: ΕΥΡΙΣ
Transliteration A: eúris Transliteration B: euris Transliteration C: eyris Beta Code: eu)/ris

English (LSJ)

ινος, ὁ, ἡ,

   A with a good nose, i. e. keen-scented, κυνὸς . . ὥς τις εὔρινος βάσις S.Aj.8 (v. εὔρινος), cf. Nic.Fr.98; of Cassandra, εὔρις... κυνὸς δίκην A.Ag.1093; late Ep. dat. pl. ἐϋρρίνεσσι Opp.C.4.357.

German (Pape)

[Seite 1093] ινος, = εὔριν, Aesch. Ag. 1064.

Greek (Liddell-Scott)

εὔρῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ῥῖνα, δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις εὔρινος βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, εὔρις…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἐΰρριν, Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.

French (Bailly abrégé)

ινος (ὁ, ἡ)
qui a bon nez, qui a le nez fin.
Étymologie: εὖ, ῥίς.

Greek Monolingual

εὔρις, -ινος και εὔριν, -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)
1. αυτός που έχει καλή μύτη
2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»].

Greek Monotonic

εὔρῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (ῥίς), αυτός που έχει καλή μύτη, δηλ. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔρις: ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (sc. κύων Aesch., Soph.).