εὔμυκος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔμῡκος:''' -ον ([[μυκάομαι]]), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει [[δυνατά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔμῡκος:''' -ον ([[μυκάομαι]]), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει [[δυνατά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμῡκος:''' громко ревущий (βουκόλια Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμῡκος Medium diacritics: εὔμυκος Low diacritics: εύμυκος Capitals: ΕΥΜΥΚΟΣ
Transliteration A: eúmykos Transliteration B: eumykos Transliteration C: eymykos Beta Code: eu)/mukos

English (LSJ)

ον,

   A loud-bellowing, AP6.255 (Eryc., dub. l.); βουκόλια ib.9.104 (Alph.).

German (Pape)

[Seite 1081] laut brüllend, βουκόλια Alph. 9 (IX, 104); κλισίη, Eryci. 3 (VI, 255); ἠϊόνες probl. arithm. 15 (XIV, 121).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμῡκος: -ον, ἠχηρῶς μυκώμενος, Ἀνθ. Π. 6. 255., 9. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mugit fortement.
Étymologie: εὖ, μυκάομαι.

Greek Monolingual

εὔμυκος, -ον (Α)
αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί-μυχος, μεγά-μυκος].

Greek Monotonic

εὔμῡκος: -ον (μυκάομαι), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει δυνατά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμῡκος: громко ревущий (βουκόλια Anth.).