εὔσεπτος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔσεπτος:''' -ον ([[σέβω]]), [[σεπτός]], [[θείος]], [[ιερός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''εὔσεπτος:''' -ον ([[σέβω]]), [[σεπτός]], [[θείος]], [[ιερός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔσεπτος:''' [[σέβω]] почтенный, священный ([[ἁγνεία]] λόγων ἔργων τε Soph.).
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσεπτος Medium diacritics: εὔσεπτος Low diacritics: εύσεπτος Capitals: ΕΥΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eúseptos Transliteration B: euseptos Transliteration C: eyseptos Beta Code: eu)/septos

English (LSJ)

ον, (σέβω)

   A reverent, S.OT864 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1097] sehr ehrwürdig, Soph. O. R. 864.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσεπτος: -ον, (σέβω) λίαν σεπτός, θεῖος, ἱερός, τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων ἔργων τε πάντων Σοφ. Ο. Τ. 864.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très vénérable.
Étymologie: εὖ, σέβομαι.

Greek Monolingual

εὔσεπτος, -ον (Α)
σεβαστικός, γεμάτος σεβασμό («τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σεπτός «σεβαστός»].

Greek Monotonic

εὔσεπτος: -ον (σέβω), σεπτός, θείος, ιερός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔσεπτος: σέβω почтенный, священный (ἁγνεία λόγων ἔργων τε Soph.).