εὐχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐχαίτης:''' -ου, ὁ ([[χαίτη]]), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά· λέγεται για δέντρα, ωραιόφυλλος, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐχαίτης:''' -ου, ὁ ([[χαίτη]]), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά· λέγεται για δέντρα, ωραιόφυλλος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχαίτης:''' ου adj.<br /><b class="num">1)</b> с пышными кудрями ([[Διόνυσος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> с густой листвой ([[κισσός]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχαίτης Medium diacritics: εὐχαίτης Low diacritics: ευχαίτης Capitals: ΕΥΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: euchaítēs Transliteration B: euchaitēs Transliteration C: efchaitis Beta Code: eu)xai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with beautiful hair, Γανυμήδης Call.Epigr.53; epith. of Hades, Ath.Mitt.24.257 (Thrace); ofhorses, with beautiful mane, Poll. 5.83; of plants, with beautiful leaves, λωτός AP4.1.51 (Mel.); κισσός ib.9.669 (Marian.): also εὔχαιτος, ον, σώματα Herm. ap. Stob.1.49.60.

German (Pape)

[Seite 1108] ὁ, mit schönem, langem Haare, Ganymedes, Callim. 9, 56; Dionysus, Gaetul. 9 (IX, 409), wie Himer. or. 21, 8 u. Hymn. in Dion. (IX, 524); auch κισσός, Marian. Schol. 3 (IX, 669), schönrankig, wie λωτός, schönlaubig, Mel. 1, 51 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

εὐχαίτης: -ου, ὁ ἔχων ὡραίαν κόμην, Καλλ. Ἐπιγράμ. 56· ἔχων ὡραίαν χαίτην, Πολυδ. Ε΄, 83· ἔχων ὡραῖα φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 51., 9. 669.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 à la belle ou épaisse chevelure;
2 au feuillage touffu ; boisé.
Étymologie: εὖ, χαίτη.

Greek Monolingual

εὐχαίτης, ὁ (Α)
1. (για άλογα) αυτός που έχει ωραία χαίτη
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («πρὸς εὐχαίτεω Γανυμήδεος», Καλλ.)
3. ως επίθ. του Διονύσου και του Άδη
4. συνεκδ. (για δένδρα ή φυτά) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα, ο βαθύσκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαίτη.

Greek Monotonic

εὐχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά· λέγεται για δέντρα, ωραιόφυλλος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐχαίτης: ου adj.
1) с пышными кудрями (Διόνυσος Anth.);
2) с густой листвой (κισσός Anth.).