θάημα: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θάημα:''' -ατος, τό, Δωρ. αντί [[θέαμα]], [[θαύμα]], [[θέαμα]], [[έκπληξη]] σε Θεόκρ.
|lsmtext='''θάημα:''' -ατος, τό, Δωρ. αντί [[θέαμα]], [[θαύμα]], [[θέαμα]], [[έκπληξη]] σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θάημα:''' (ᾱ) дор. = [[θέαμα]].
}}
}}

Revision as of 21:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάημα Medium diacritics: θάημα Low diacritics: θάημα Capitals: ΘΑΗΜΑ
Transliteration A: tháēma Transliteration B: thaēma Transliteration C: thaima Beta Code: qa/hma

English (LSJ)

[θᾱ], ατος, τό, Dor. for

   A θέαμα (θήημα), αἰπολικὸν θάημα Theoc. 1.56, cf. Aus.Ep.10.33.

German (Pape)

[Seite 1181] τό, dor. = θέαμα, Theocr. 1, 56, Αἰολικόν τι θάημα, wo die Kürze der ersten Sylbe auffällt, weshalb Porson τι auswarf.

Greek (Liddell-Scott)

θάημα: τό, κατὰ τὸν Ahr. γραπτέον θᾶμα = θέαμα, ἐν ἄλλῃ γραφῇ φέρεται θέημα (ἴδε ἔκδ. Meineke καὶ σημ. ἐν σ. 186), Θεόκρ. 1. 56.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dor. c. θέαμα.

Greek Monolingual

θάημα, το (Α)
θέαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θέαμα.

Greek Monotonic

θάημα: -ατος, τό, Δωρ. αντί θέαμα, θαύμα, θέαμα, έκπληξη σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

θάημα: (ᾱ) дор. = θέαμα.