ἡμίφλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμίφλεκτος:''' -ον ([[φλέγω]]), [[ημίκαυστος]], [[ημιφλεγής]], σε Θεόκρ., Λουκ. | |lsmtext='''ἡμίφλεκτος:''' -ον ([[φλέγω]]), [[ημίκαυστος]], [[ημιφλεγής]], σε Θεόκρ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμίφλεκτος:''' наполовину обгоревший, полусгоревший Theocr., Luc., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-burnt, App.BC5.88, Luc.DDeor.13.2; by love, Theoc.2.133; half-cooked, Hp.Epid.2.6.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίφλεκτος: -ον, ἡμίκαυστος, ἡμιφλεγής, νῆες Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 88, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 13. 2· ἐξ ἔρωτος, Θεόκρ. 2. 133.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié brûlé ou consumé.
Étymologie: ἡμι-, φλέγω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίφλεκτος, -ον)
σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος, ομό-φλεκτος].
Greek Monotonic
ἡμίφλεκτος: -ον (φλέγω), ημίκαυστος, ημιφλεγής, σε Θεόκρ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίφλεκτος: наполовину обгоревший, полусгоревший Theocr., Luc., Plut.