θαρσούντως: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαρσούντως:''' Αττ. θαρρ-, επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[θαρσέω]], με [[γενναιότητα]], θαρραλέα, σε Ξεν.
|lsmtext='''θαρσούντως:''' Αττ. θαρρ-, επιρρ. μτχ. ενεστ. του [[θαρσέω]], με [[γενναιότητα]], θαρραλέα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''θαρσούντως:''' новоатт. [[θαρρούντως]] [part. praes. к [[θαρσέω]] смело, отважно (διαπράττεσθαί τι Xen.).
}}
}}

Revision as of 21:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρσούντως Medium diacritics: θαρσούντως Low diacritics: θαρσούντως Capitals: ΘΑΡΣΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: tharsoúntōs Transliteration B: tharsountōs Transliteration C: tharsoyntos Beta Code: qarsou/ntws

English (LSJ)

Att. θαρρ-, Adv. from gen. pres. part. of θαρσέω,

   A boldly, X.Smp.2.11, Phld.Rh.1.325S., Jul.Or.2.83a; θ. ἔχειν D.C. 53.3.

German (Pape)

[Seite 1187] ion. u. altatt., von Plat. an θαῤῥούντως, adv. des partic. praes. von θαρσέω, muthig, getrost, Xen. Conv. 2, 10; Sp., θαῤῥούντως ἔχω D. Cass. 53, 3.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσούντως: παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρ-, ἐπίρρ. ἐκ τῆς γεν. πληθ. τῆς μετοχ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ θαρσέω, μετὰ θάρρους, Ξεν. Συμπ. 2, 11· θ. ἔχειν Δίων Κ. 53. 3.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. θαρρούντως.

Greek Monolingual

θαρσούντως (Α)
επίρρ. βλ. θαρρούντως.

Greek Monotonic

θαρσούντως: Αττ. θαρρ-, επιρρ. μτχ. ενεστ. του θαρσέω, με γενναιότητα, θαρραλέα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θαρσούντως: новоатт. θαρρούντως [part. praes. к θαρσέω смело, отважно (διαπράττεσθαί τι Xen.).