ἠπεροπεύς: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπεροπεύς:''' -έως, Επικ. -ῆος, [[απατεώνας]], εξαπατητής, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἠπεροπεύς:''' -έως, Επικ. -ῆος, [[απατεώνας]], εξαπατητής, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπεροπεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ обманщик, притворщик, обольститель (ἠ. καὶ [[ἐπίκλοπος]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 21:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπεροπεύς Medium diacritics: ἠπεροπεύς Low diacritics: ηπεροπεύς Capitals: ΗΠΕΡΟΠΕΥΣ
Transliteration A: ēperopeús Transliteration B: ēperopeus Transliteration C: iperopeys Beta Code: h)peropeu/s

English (LSJ)

έως, Ep. ῆος, ὁ,

   A = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ' ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Od.11.364; of Bacchus, AP9.524.8; of dreams, A.R.3.617.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, Betrüger, Beschwatzer, Od. 11, 363; ὄνειροι Ap. Rh. 3, 617; auch Dionysos, Anth. IX, 524, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπεροπεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ᾿ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524· ἐπὶ ὀνείρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 617. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξ. ὡς σύνθετον ἠπεροπεύς, ὧν τὸ μὲν ἠπὲρ εἶνε = τῷ Σανσκρ. apar-a, Γοτθ. afar (ἐκ τοῦ api, af = ἀπό), ἄλλως, διαφόρως, καὶ ὀπεὺς (*ἔπω, ὁμιλῶν).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
trompeur.
Étymologie: th. ἠπερο = skr. apara « autre, différent », et R. Ϝεπ, parler, cf. ἔπος, εἰπεῖν : « qui parle autrement qu’il ne pense ».

English (Autenrieth)

ῆος, and ἠπεροπευτής, deceiver, seducer, Od. 11.364 †. Il. 3.39 and Il. 13.769.

Greek Monolingual

ἠπεροπεύς, (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α)
ηπεροπευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο].

Greek Monotonic

ἠπεροπεύς: -έως, Επικ. -ῆος, απατεώνας, εξαπατητής, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἠπεροπεύς: έως, эп. ῆος ὁ обманщик, притворщик, обольститель (ἠ. καὶ ἐπίκλοπος Hom.).