θρῖναξ: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρῖναξ:''' -ᾰκος, ὁ ([[τρεῖς]], [[ἀκή]]), [[τρίαινα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''θρῖναξ:''' -ᾰκος, ὁ ([[τρεῖς]], [[ἀκή]]), [[τρίαινα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρῖναξ:''' и θρίναξ, ᾰκος ὁ [[τρεῖς]] + [[ἀκμή]] трезубые вилы Arph., Plut., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ,
A trident, three-pronged fork, used to stir grain, etc., Ar.Pax567, Nic.Th.114, PFay.120.3 (i/ii A.D.); as a signet, Tab.Heracl.1.5. [ῑ: later ῐ, AP6.95 codd. (Antiphil.).]
German (Pape)
[Seite 1219] ακος, ὁ (τρεῖς – ἀκή, für τρῖναξ, was zu vgl.), Dreizack, dreizinkige Gabel, zum Worfeln des Getreides; αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar. Pax 559; Nic. Th. 114, wo der Schol. γεωργικὸν σκεῦος erkl., ἔχον τρεῖς ἐξοχὰς καὶ σκόλοπας ἀπωξυμμένους, ᾡ τοὺς ἀστάχυας τρίβουσι καὶ λικμῶσι. Das ι ist kurz bei Antiphil. 4 (VI, 95), καὶ παλιουρόφορον, χεῖρα θέρευς, θρίνακα.
Greek (Liddell-Scott)
θρῖναξ: -ᾰκος, ὁ, (τρίς, τρεῖς) τρίαινα, τρίκρανον ἐργαλεῖον δι’ οὗ ἀνεκάτωνον τὸν σῖτον, «καρπολόγι», Ἀριστοφ. Εἰρ. 567, Νικ. Θ. 114 ἔνθα ῑ, ἀλλὰ μεταγεν. καὶ ῐ, Ἀνθ. Π. 6.95 · πρβλ. Δράκ. σ. 121.
French (Bailly abrégé)
ou θρίναξ;
ακος (ὁ) :
fourche à trois pointes.
Étymologie: τρίς -- DELG cf. angl. snag « pointe ».
Greek Monolingual
(I)
θρῑναξ, -ακος, ὁ (Α)
γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα του σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με κατάληξη -ᾰξ. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό τρι- (< τρία), δηλ. < ΙE tri-snak- (πρβλ. αγγλ. snag «αιχμή») ή < ΙE trisn-ak- «με τρεις αιχμές» (πρβλ. άκ-ρος). Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το θρίον «φύλλο συκιάς»].———————— (II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrinax (< αρχ. θρίναξ «τρικράνι», λόγω του σχήματος τών φύλλων του)].
Greek Monotonic
θρῖναξ: -ᾰκος, ὁ (τρεῖς, ἀκή), τρίαινα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θρῖναξ: и θρίναξ, ᾰκος ὁ τρεῖς + ἀκμή трезубые вилы Arph., Plut., Anth.