θυρόω: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῠρόω:''' ([[θύρα]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[επιπλώνω]], [[εξοπλίζω]] το [[σπίτι]] με πόρτες, στεγανώνω, [[ασφαλίζω]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[κλείνω]] όπως κάνω με πόρτα, <i>βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''θῠρόω:''' ([[θύρα]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[επιπλώνω]], [[εξοπλίζω]] το [[σπίτι]] με πόρτες, στεγανώνω, [[ασφαλίζω]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[κλείνω]] όπως κάνω με πόρτα, <i>βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῠρόω:''' <b class="num">1)</b> (тж. θ. θύραις Arph.) приделывать двери, снабжать дверьми ([[νεώς]] Arph.; τοῖχον Plut.): ἐξόδοις πολλαῖς τεθυρωμένος Luc. имеющий много выходных дверей;<br /><b class="num">2)</b> закрывать (βλεφάροις τὴν ὄψιν Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
(θύρα)
A furnish with doors, ἱερόν IG12.24.7; πρόπυλον ib.22.1046.16; νεὼς . . θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ar.Av.614 (anap.): metaph., βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν X.Mem.1.4.6:—Pass., στεγόμενα καὶ τεθυρωμένα roofed and furnished with doors, Tab.Heracl.1.142, cf. IG 11(2).287 A 172 (Delos, iii B.C.), PAmh.2.51.14, 24(i B.C.); furnished with apertures, πίναξ JHS41.195 (Delos, ii B.C.); πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι to be furnished with many outlets, Luc.Hipp.8.
German (Pape)
[Seite 1227] mit einer Thür versehen, verschließen; θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ar. Av. 613; βλεφάροις τὴν ὄψιν Xen. Mem. 1, 4, 6; τοῖχον Plut. Artax. 29; πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι Luc. baln. 8; – θυρωτός Bahr. 59, 11.
Greek (Liddell-Scott)
θῠρόω: (θύρα) θέτω θύραν, κλείω διὰ θύρας, κλείω καλῶς ὡς διὰ θύρας, νεὼς... θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ἀριστοφ. Ὄρν. 613· μεταφ., βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6. - Παθ., στεγόμενα... καὶ τεθυρωμένα, ἔχοντα στέγην καὶ θύρας, Πίνακ. Ἡρακλεωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιφρ. 5774. 142· πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι Λουκ. Ἱππίας ἢ Βαλανεῖον 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 garnir de portes (pour clore);
2 pourvoir de portes de sortie, d’issues.
Étymologie: θύρα.
Greek Monotonic
θῠρόω: (θύρα), μέλ. -ώσω, επιπλώνω, εξοπλίζω το σπίτι με πόρτες, στεγανώνω, ασφαλίζω, σε Αριστοφ.· μεταφ., κλείνω όπως κάνω με πόρτα, βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θῠρόω: 1) (тж. θ. θύραις Arph.) приделывать двери, снабжать дверьми (νεώς Arph.; τοῖχον Plut.): ἐξόδοις πολλαῖς τεθυρωμένος Luc. имеющий много выходных дверей;
2) закрывать (βλεφάροις τὴν ὄψιν Xen.).