ἱερεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερεύσιμος]], -ον (Α) [[ιέρευσις]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[θυσία]] («ἰχθύων [[θύσιμος]] οὐδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστιν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[ἱερεύσιμος]], -ον (Α) [[ιέρευσις]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[θυσία]] («ἰχθύων [[θύσιμος]] οὐδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστιν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερεύσιμος:''' годный в качестве жертвы, подходящий для заклания в жертву: ἰχθύων [[οὐδείς]] ἱ. ἐστιν Plut. ни одна из рыб не годится для жертвоприношения.
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερεύσιμος Medium diacritics: ἱερεύσιμος Low diacritics: ιερεύσιμος Capitals: ΙΕΡΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: hiereúsimos Transliteration B: hiereusimos Transliteration C: iereysimos Beta Code: i(ereu/simos

English (LSJ)

ον,

   A fit for sacrifice, Plu.2.729d.

German (Pape)

[Seite 1240] ον, zum Opfern u. Weissagen aus den Eingeweiden geeignet, ἰχθύων θύσιμος ούδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστιν Plut. Symp. 8, 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερεύσιμος: -ον, κατάλληλοςἁρμόδιος εἰς θυσίαν, Πλούτ. 2. 729C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre au sacrifice.
Étymologie: ἱερεύω.

Greek Monolingual

ἱερεύσιμος, -ον (Α) ιέρευσις
ο κατάλληλος για θυσία («ἰχθύων θύσιμος οὐδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστιν», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἱερεύσιμος: годный в качестве жертвы, подходящий для заклания в жертву: ἰχθύων οὐδείς ἱ. ἐστιν Plut. ни одна из рыб не годится для жертвоприношения.