ἰυγή: Difference between revisions

From LSJ

ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰυγή:''' [ῡ], ἡ ([[ἰύζω]]), [[ιαχή]], [[κραυγή]], [[βοή]], λέγεται για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε πόνο, [[οδύνη]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.
|lsmtext='''ἰυγή:''' [ῡ], ἡ ([[ἰύζω]]), [[ιαχή]], [[κραυγή]], [[βοή]], λέγεται για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε πόνο, [[οδύνη]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰῡγή:''' (ῐ) ἡ вопль, крик ([[βαρβαρόφωνος]] Her.; ἰ. καὶ [[στόνος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 22:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰυγή Medium diacritics: ἰυγή Low diacritics: ιυγή Capitals: ΙΥΓΗ
Transliteration A: iugḗ Transliteration B: iugē Transliteration C: iygi Beta Code: i)ugh/

English (LSJ)

ἡ,= ἰυγμός,

   A howling, shrieking, as of men in pain, Orac. ap. Hdt.9.43, S.Ph.752;= γυναικῶν οἰμωγαί AB267; but also of the shout of heralds, Tim.Pers.233; the hissing of snakes, Nic.Th.400, Opp.H. 1.565. [ῑῡ- Orac. ap. Hdt. l.c., Nic.; ῐῡ- in S.l.c.]

German (Pape)

[Seite 1275] ἡ, das Geschrei; καὶ στόνος, vom Klagegeschrei des Philoktet, Soph. Phil. 741; Jauchzen, βαρβαρόφωνος Orak. bei Her. 9, 43. Vom Zischen des Basilisken, Nic. Ther. 400, u. der Schlange, Opp. Hal. 1, 565. Bei B. A. 267, 12 werden ἰυγαί als γυναικῶν οἰμωγαὶ καὶ θρῆνοι erkl. – [Ι ist bei den sp. Ep. lang.]

Greek (Liddell-Scott)

ἰυγή: ἡ, φωνή, κραυγή, βοή, ὠρυγή, οἷον ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὀδύνῃ, Χρησμ. παρ᾽ Ἡροδ. 9. 43, Σοφ. 752· ὁ συριγμὸς ὄφεων, Νικ. Θηρ. 400, Ὀππ. Ἀλ. 1. 565, Ἡσύχ., πρβλ. ἰυγμός. ῑῡ- παρὰ Σοφ. ἐνθ᾽ ἀνωτ..

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cri de douleur, lamentation.
Étymologie: ἰύζω.

Greek Monolingual

ἰυγή, ἡ (Α) ιύζω
1. φωνή οδύνης, κραυγή, οιμωγή
2. βοή, θόρυβος.

Greek Monotonic

ἰυγή: [ῡ], ἡ (ἰύζω), ιαχή, κραυγή, βοή, λέγεται για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε πόνο, οδύνη, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἰῡγή: (ῐ) ἡ вопль, крик (βαρβαρόφωνος Her.; ἰ. καὶ στόνος Soph.).