καθαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθαρμόζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προσαρμόζω]] ή [[ενώνω]], [[συναρμολογώ]], <i>τί τινι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''καθαρμόζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προσαρμόζω]] ή [[ενώνω]], [[συναρμολογώ]], <i>τί τινι</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθαρμόζω:''' ион. [[καταρμόζω]]<br /><b class="num">1)</b> прилаживать, пригонять, вставлять (τὸν λίθον Her.);<br /><b class="num">2)</b> приставлять, прикладывать (βρόχον δέρᾳ Eur.);<br /><b class="num">3)</b> укладывать, убирать ([[πλόκαμον]] ὑπὸ μίτρᾳ Eur.).
}}
}}

Revision as of 22:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαρμόζω Medium diacritics: καθαρμόζω Low diacritics: καθαρμόζω Capitals: ΚΑΘΑΡΜΟΖΩ
Transliteration A: katharmózō Transliteration B: katharmozō Transliteration C: katharmozo Beta Code: kaqarmo/zw

English (LSJ)

   A join or fit to, βρόχον δείρᾳ E.Hipp.771 (lyr.); [πλόκαμον] ὑπὸ μίτρᾳ Id.Ba.929; βάσιν χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας fitting its forefeet to my hands, Id.Rh.210; fit clamps into their places, IG7.3073.72 (Lebad.):—Med., Ph.1.342.

German (Pape)

[Seite 1281] daranfügen, anpassen; βρόχον δέρᾳ Eur. Hipp. 771; pass., πλῆκτρα ἐπὶ ζυγοῖς καθήρμοστο Rhes. 767.

Greek (Liddell-Scott)

καθαρμόζω: προσαρμόζω, προσάπτω, βρόχον δείρᾳ Εὐρ. Ἱππ. 771· πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 929· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Εὐρ. Ρήσ. 210, ἴδε ἐν λ. πρόσθιος.

French (Bailly abrégé)

ao. καθήρμοσα;
arranger, adapter, ajuster : βρόχον δέρᾳ EUR un lacet à son cou (pour se pendre).
Étymologie: κατά, ἁρμόζω.

Greek Monolingual

καθαρμόζω)
εφαρμόζω καλά, προσαρμόζω, ταιριάζω κάτι σε κάτι άλλο («βρόχον λευκᾷ καθαρμόζουσα δείρᾳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αρμόζω].

Greek Monotonic

καθαρμόζω: μέλ. -σω, προσαρμόζω ή ενώνω, συναρμολογώ, τί τινι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαρμόζω: ион. καταρμόζω
1) прилаживать, пригонять, вставлять (τὸν λίθον Her.);
2) приставлять, прикладывать (βρόχον δέρᾳ Eur.);
3) укладывать, убирать (πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ Eur.).