ἰωχμός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰωχμός:''' [ῑ], ὁ, = [[ἰωκή]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''ἰωχμός:''' [ῑ], ὁ, = [[ἰωκή]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰωχμός:''' ὁ боевая свалка, смятение, беспорядочное отступление Hom., Hes.
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰωχμός Medium diacritics: ἰωχμός Low diacritics: ιωχμός Capitals: ΙΩΧΜΟΣ
Transliteration A: iōchmós Transliteration B: iōchmos Transliteration C: iochmos Beta Code: i)wxmo/s

English (LSJ)

[ῑ], ὁ,= ἰωκή, ἦλθον ἀν' ἰωχμόν through

   A the rout, Il.8.89,158; ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο Hes.Th.683, cf. Theoc.25.279.

German (Pape)

[Seite 1278] ὁ, = ἰωκή, Schlachtgetümmel; Il. 8, 89. 157; Hes. Th. 683.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
poursuite dans un combat, mêlée.
Étymologie: R. Δjακ, poursuivre ; cf. διώκω.

English (Autenrieth)

=ἰωκή, Il. 8.89 and 158.

Greek Monolingual

ἰωχμός, ὁ (Α)
ιωκή, καταδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωκ-σμός, με σίγηση του -σ-και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ-, < ἰωκή (πρβλ. πλο-χμός, ρω-χμός). Η μακρότητα του αρκτικού ι- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

ἰωχμός: [ῑ], ὁ, = ἰωκή, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰωχμός: ὁ боевая свалка, смятение, беспорядочное отступление Hom., Hes.