κακολογία: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκολογία:''' ἡ, [[κακολογία]], όνειδος, [[ψόγος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''κᾰκολογία:''' ἡ, [[κακολογία]], όνειδος, [[ψόγος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκολογία:''' ион. [[κακολογίη]] ἡ тж. pl. поношение, злословие, клевета, оскорбление (ἔς τινα Her.; [[ἀπάτη]] καὶ κ. Xen.; κ. καὶ [[κακοήθεια]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A coarse expression, bad style, Pl.R.401a: but usu. abuse, reviling, Hdt.7.237, X.Cyr.1.2.6, Hyp. Fr.247, Thphr.Char.28, etc.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, das übel von Jem. Reden; Her. 7, 237; Xen. Cyr. 1, 2, 6; Plat. Rep. III, 401 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακολογία: ἡ, τὸ κακολογεῖν, ἐλέγχειν, ὀνειδίζειν, ψέγειν, Ἡρόδ. 7. 237, Πλάτ. Πολ. 401Α, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 6, κτλ.· πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 28.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
injure, calomnie.
Étymologie: κακολόγος.
Greek Monolingual
η (AM κακολογία) κακολογώ
1. κακός και προσβλητικός λόγος («ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστία κακολογίας καὶ κακοηθείας ἀδελφά», Πλάτ.)
2. βλασφημία, ύβρις
νεοελλ.-μσν.
κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία.
Greek Monotonic
κᾰκολογία: ἡ, κακολογία, όνειδος, ψόγος, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκολογία: ион. κακολογίη ἡ тж. pl. поношение, злословие, клевета, оскорбление (ἔς τινα Her.; ἀπάτη καὶ κ. Xen.; κ. καὶ κακοήθεια Plat.).