κακοπάρθενος: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκοπάρθενος:''' -ον, [[ανάρμοστος]], [[απρεπής]] για παρθένο, [[δυστυχής]] [[παρθένος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κᾰκοπάρθενος:''' -ον, [[ανάρμοστος]], [[απρεπής]] για παρθένο, [[δυστυχής]] [[παρθένος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοπάρθενος:''' ἡ роковая дева (= [[Μοῖρα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A accursed maiden, Sch.E.Hec.612. II Adj. unbecoming a maid, Μοῖρα AP7.468 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1301] 1) Unglücksjungfrau, Schol. Eur. Hec. 612. – 2) den Jungfrauen feindselig, oder Unglück bringende Jungfrau, Μοῖρα Mel. 124 (VII, 468).
French (Bailly abrégé)
ου;
vierge funeste (ép. de Μοῖρα).
Étymologie: κακός, παρθένος.
Greek Monolingual
κακοπάρθενος, ἡ (Α)
1. άτυχη, καταραμένη παρθένος
2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρη («κακοπάρθενος Μοῑρα» — ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + παρθένος.
Greek Monotonic
κᾰκοπάρθενος: -ον, ανάρμοστος, απρεπής για παρθένο, δυστυχής παρθένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπάρθενος: ἡ роковая дева (= Μοῖρα Anth.).