κάκτος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και η (Α [[κάκτος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών [[φυτών]] της οικογένειας κακτίδες<br />| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[κυνάρα]], κν. [[αγριαγκινάρα]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της κυνάρας<br /><b>3.</b> το [[φύλλο]] του καρπού της κυνάρας, το οποίο τρώγεται, [[εκτός]] από το [[αγκάθι]] που έχει στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>cactus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάκτος]].
|mltxt=ο και η (Α [[κάκτος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών [[φυτών]] της οικογένειας κακτίδες<br />| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[κυνάρα]], κν. [[αγριαγκινάρα]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της κυνάρας<br /><b>3.</b> το [[φύλλο]] του καρπού της κυνάρας, το οποίο τρώγεται, [[εκτός]] από το [[αγκάθι]] που έχει στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>cactus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάκτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάκτος:''' ἡ кактус Theocr.
}}
}}

Revision as of 22:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάκτος Medium diacritics: κάκτος Low diacritics: κάκτος Capitals: ΚΑΚΤΟΣ
Transliteration A: káktos Transliteration B: kaktos Transliteration C: kaktos Beta Code: ka/ktos

English (LSJ)

ἡ,

   A cardoon, Cynara Cardunculus, Thphr.HP6.4.10, Philet. 16, Theoc.10.4, Antig.Mir.8, Dsc.Alex.33.    2 κάκτος, ὁ, the fruit, μακωνίδες, μάραθα, τραχέες τε κάκτοι Epich.159; also the edible leaf, Thphr.l.c.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, eine stachlige Pflanze, in Sicilien einheimisch; Philet. 16; Theocr. 10, 4; Ath. II, 70 d; Theophr.; – οἱ κάκτοι sind nach Ath. die eßbaren Stiele derselben.

Greek (Liddell-Scott)

κάκτος: ἡ, Λατ. cactus, «ἡ δὲ κάκτος καλουμένη περὶ Σικελίαν μόνον, ἐν τῇ Ἑλλάδι δὲ οὐκ ἔστιν ἴδιον δὲ παρὰ τἆλλα τὸ φυτόν· ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους, τὸ δὲ φύλλον ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 10, Φιλητ. 16, Θεόκρ. 10. 4, κτλ. 2) κάκτος, ὁ, ὁ καρπός, ἔτι καὶ νῦν ἐσθιόμενος, μήκων, μάραθος, τραχέες τε κάκτοι Ἐπίχ. 110 Ahr.· ὡσαύτως ὁ καυλὸς τοῦ φυτοῦ, «καλοῦσι δὲ τοὺς καυλοὺς τούτους κάκτους· ἐδῴδιμοι δέ εἰσι περιλεπόμενοι μικρὸν ἐπίπικροι, καὶ θησαυρίζουσιν αὐτοὺς ἐν ἅλμῃ» Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ο και η (Α κάκτος)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών της οικογένειας κακτίδες

Russian (Dvoretsky)

κάκτος: ἡ кактус Theocr.