καμηλίτης: Difference between revisions
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καμηλίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί καμήλες, [[καμηλιέρης]] («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που καβαλικεύει [[καμήλα]], που επιβαίνει σε [[καμήλα]]<br /><b>3.</b> [[καμηλέμπορος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[καμηλίτης]] βοῡς» — άγριο [[βόδι]], [[βόαγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαξ</i>-[[ίτης]], <i>θαλασσ</i>-[[ίτης]])]. | |mltxt=[[καμηλίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί καμήλες, [[καμηλιέρης]] («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που καβαλικεύει [[καμήλα]], που επιβαίνει σε [[καμήλα]]<br /><b>3.</b> [[καμηλέμπορος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[καμηλίτης]] βοῡς» — άγριο [[βόδι]], [[βόαγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαξ</i>-[[ίτης]], <i>θαλασσ</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰμηλίτης:''' ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A camel-driver, Arist.HA630b35, POxy.710.4 (ii B.C.), etc.; camel-rider, Hld.10.5, Hdn.4.15.2. 2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27. II κ. βοῦς, prob. buffalo, Suid.
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμηλίτης: ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, καμηλάριος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, καμηλοβάτης, Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - ὡσαύτως καμηλέμπορος, Στράβ. 39, 748. 2) καμ. βοῦς, πιθανῶς ὁ βόαγρος, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chamelier.
Étymologie: κάμηλος.
Greek Monolingual
καμηλίτης, ὁ (Α)
1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.)
2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα
3. καμηλέμπορος
4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» — άγριο βόδι, βόαγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ίτης (πρβλ. αμαξ-ίτης, θαλασσ-ίτης)].
Russian (Dvoretsky)
κᾰμηλίτης: ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.