καπρία: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καπρία]], ἡ (Α) [[κάπρος]]<br /><b>1.</b> η [[ωοθήκη]] τών θηλυκών χοίρων την οποία έκοβαν μερικές φορές για να σταματήσουν την [[ορμή]] του ζώου για [[οχεία]] και την [[αναπαραγωγή]]<br /><b>2.</b> [[υγρό]] που ρέει από τους θηλυκούς χοίρους [[μετά]] την [[οχεία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[χορός]] ενόπλων<br /><b>4.</b> η [[κάππαρη]].
|mltxt=[[καπρία]], ἡ (Α) [[κάπρος]]<br /><b>1.</b> η [[ωοθήκη]] τών θηλυκών χοίρων την οποία έκοβαν μερικές φορές για να σταματήσουν την [[ορμή]] του ζώου για [[οχεία]] και την [[αναπαραγωγή]]<br /><b>2.</b> [[υγρό]] που ρέει από τους θηλυκούς χοίρους [[μετά]] την [[οχεία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[χορός]] ενόπλων<br /><b>4.</b> η [[κάππαρη]].
}}
{{elru
|elrutext='''καπρία:''' ἡ<b class="num">1)</b> (у свиней) яичник Arst.;<br /><b class="num">2)</b> выделение половых желез свиньи Arst.
}}
}}

Revision as of 22:27, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπρία Medium diacritics: καπρία Low diacritics: καπρία Capitals: ΚΑΠΡΙΑ
Transliteration A: kapría Transliteration B: kapria Transliteration C: kapria Beta Code: kapri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the ovary of sows, cut out to prevent their breeding, Arist.HA632a21.    II virus in sows, like ἱππομανές in mares, ib.572a21, 573b2.    III dance in armour, Hsch.    IV = κάππαρις, Dsc.2.173.

German (Pape)

[Seite 1324] ἡ, = καπρέα.

Greek (Liddell-Scott)

καπρία: ἡ, τὸ μέρος τῆς μήτρας τῶν θηλειῶν, ὑῶν ἐν ᾧ τὰ ᾠάρια· τοῦτο ἐκτέμνουσιν ἐνίοτε ὅπως ἐμποδίσωσι τὴν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμὴν τοῦ ζῴου, ἐκτέμνεται δὲ καὶ ἡ καπρία τῶν θηλειῶν ὑῶν, ὥστε μηκέτι δεῖσθαι ὀχείας, ἀλλὰ πιαίνεσθαι ταχέως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 17. ΙΙ. οὐσία τις ὡς τὸ ἱππομανὲς τῶν θηλειῶν ἵππων, ἥτις ἐκρέει ἐκ τῶν θηλειῶν ὑῶν μετὰ τὴν ὀχείαν, αὐτόθι 6. 18, 10 καὶ 26.

Greek Monolingual

καπρία, ἡ (Α) κάπρος
1. η ωοθήκη τών θηλυκών χοίρων την οποία έκοβαν μερικές φορές για να σταματήσουν την ορμή του ζώου για οχεία και την αναπαραγωγή
2. υγρό που ρέει από τους θηλυκούς χοίρους μετά την οχεία
3. (κατά τον Ησύχ.) χορός ενόπλων
4. η κάππαρη.

Russian (Dvoretsky)

καπρία:1) (у свиней) яичник Arst.;
2) выделение половых желез свиньи Arst.