κακολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), [[κακολόγος]], [[υβριστικός]], σε Πίνδ., Αττ.
|lsmtext='''κᾰκολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), [[κακολόγος]], [[υβριστικός]], σε Πίνδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκολόγος:''' клевещущий, злословящий, порицающий (κ. καὶ [[βλάσφημος]] [[ἄνθρωπος]] Plut.): κ. τῶν ἐχθρῶν Arst. дурно отзывающийся о (своих) врагах.
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκολόγος Medium diacritics: κακολόγος Low diacritics: κακολόγος Capitals: ΚΑΚΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kakológos Transliteration B: kakologos Transliteration C: kakologos Beta Code: kakolo/gos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A evil-speaking, slanderous, Pi.P.11.28, Men.256, Arist.Rh.1381b7; τινος of one, Id.EN 1125a8.

German (Pape)

[Seite 1301] übel redend, schmähend od. verläumdend; Pind. P. 11, 28; Com. in B. A. 353; Ggstz von ἐπαινετικός, Arist. Eth. 4, 3. – Adv., Poll. 8, 81.

Greek (Liddell-Scott)

κακολόγος: -ον, ὁ κακολογῶν, ὑβριστικός, Πινδ. Π. 11. 44· γραῦς τις κακολόγος Μένανδρ. ἐν «Κανηφόρῳ» 5, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 18· κακολόγος οὐδὲ τῶν ἐχθρῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 4. 3, 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit du mal de, qui injurie, détracteur ; en parl. de choses injurieux.
Étymologie: κακός, λέγω³.

English (Slater)

κᾰκολόγος
   1 speaking ill, slanderous κακολόγοι δὲ πολῖται (P. 11.28)

Greek Monolingual

και κακόλογος, -ο (AM κακολόγος, -ον)
αυτός που του αρέσει να κακολογεί, κακόγλωσσος, φιλοκατήγορος, συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -λογος (< λόγος), πρβλ. καινο-λόγος, σεμνο-λόγος.

Greek Monotonic

κᾰκολόγος: -ον (λέγω), κακολόγος, υβριστικός, σε Πίνδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκολόγος: клевещущий, злословящий, порицающий (κ. καὶ βλάσφημος ἄνθρωπος Plut.): κ. τῶν ἐχθρῶν Arst. дурно отзывающийся о (своих) врагах.