κατακοιμίζω: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακοιμίζω:''' μέλ. -σω = [[κατακοιμάω]] II, σε Πλάτ., Λουκ. | |lsmtext='''κατακοιμίζω:''' μέλ. -σω = [[κατακοιμάω]] II, σε Πλάτ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακοιμίζω:''' <b class="num">1)</b> усыплять, убаюкивать (τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παίδων Plat.): κ. τοὺς πολεμίους Plut. усыплять бдительность врагов;<br /><b class="num">2)</b> заставлять проспать (τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen.). - см. тж. [[κατακοιμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A = κατακοιμάω 11 (for which it is a constant v.l.), lull to sleep, τὴν φυλακήν Hecat.33J.; τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παιδίων Pl.Lg.790d, cf. Smp.223d (v.l. -κοιμήσαντ'), Luc.VH2.34,Asin.6: metaph., κ. τὸν λύχνον Phryn.Com.24; ὀργάς Com.Adesp.521; τοὺς πολεμίους Plu.2.346c:—Pass., go to sleep, Plb.3.67.2; of troublesome questions, ἵνα . . ἀεὶ ἂν κατακοιμισθῶσιν IG22.1121.26. II sleep through, τὴν φυλακήν sleep out one's watch, Hdt.9.93. Ael. NA1.15, al.; τῆς ἡμέρας τὸ Χρησιμώτατον -κοιμίζουσα X.Mem.2.1.30.
German (Pape)
[Seite 1354] 1) einschläfern, zu Bett u. in Schlaf bringen; τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παίδων Plat. Legg. VII, 790 d; Sp.; übertr., λύχνον, auslöschen, Phryn. com. bei Ath. XV, 700 f; ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Plut. de glor. Ath. 2 M., »die Feinde einschläfern«. – 2) verschlafen, τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen. Hem. 2, 1, 30; φυλακήν Ael. H. N. 1, 15. – Vgl. κατακοιμάω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακοιμίζω: κατακοιμάω ΙΙ (ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφ.), βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, «νανουρίζω», ὅπερ καταβαυκαλῶ λέγει ὁ Πολυδ. 9. 127 τὰ δυσπνοῦντα τῶν παιδίων Πλάτ. Νόμ. 790D, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 34∙ μεταφ., κ. τὸν λύχνον, σβεννύω τὸν λ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρ.» 6∙ ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Πλούτ. 2. 346C. - Παθ., ἐπὶ ὀχληρῶν ζητημάτων, ἵνα… ἀεὶ ἂν κατακοιμισθεῖεν Συλλ. Ἐπιγρ. 356. 24. - Ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. σημασίας ὁ μόνος ὀρθὸς τύπος εἶναι τὸ κατακοιμάω.
French (Bailly abrégé)
1 coucher, endormir (des enfants) : τοὺς πολεμίους PLUT endormir la vigilance de l’ennemi;
2 passer à dormir : τὴν φυλακήν ÉL le temps de la veille;
3 faire dormir : τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον XÉN pendant la plus précieuse partie de la journée.
Étymologie: κατά, κοιμίζω.
Greek Monolingual
(Α κατακοιμίζω)
1. κάνω κάποιον να κοιμηθεί βαθιά, αποκοιμίζω (κατακοιμίζειν τὰ δυσυπνοῡντα τῶν παιδίων αἱ μητέρες», Πλάτ.)
2. γαληνεύω, καταπραΰνω («κατακοιμίζω τοὺς πολεμίους», Πλούτ.)
αρχ.
1. εξασθενίζω, αδυνατίζω
2. κοιμάμαι παραμελώντας σοβαρά καθήκοντα ή δυσεπίλυτα ζητήματα
3. μέσ. κατακοιμίζομαι
πηγαίνω να κοιμηθώ.
Greek Monotonic
κατακοιμίζω: μέλ. -σω = κατακοιμάω II, σε Πλάτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατακοιμίζω: 1) усыплять, убаюкивать (τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παίδων Plat.): κ. τοὺς πολεμίους Plut. усыплять бдительность врагов;
2) заставлять проспать (τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen.). - см. тж. κατακοιμάω.