καταβιόω: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατεβίων</i>, μεταγεν. αόρ. αʹ <i>-εβίωσα</i>· [[τελειώνω]] την [[ζωή]] μου, σε Πλάτ. | |lsmtext='''καταβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατεβίων</i>, μεταγεν. αόρ. αʹ <i>-εβίωσα</i>· [[τελειώνω]] την [[ζωή]] μου, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταβιόω:''' (fut. καταβιώσομαι, aor. 1 κατεβίωσα, aor. 2 κατεβίων) (тж. κ. τὸν βίον Plat.)<br /><b class="num">1)</b> проводить жизнь, жить ([[ἡδέως]] Plat.; μεθ᾽ ἡσυχίας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> оканчивать свою жизнь (περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε, sc. [[Αἰσχίνης]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
aor.
A κατεβίων Pl.Prt.355a, later κατεβίωσα Plb.12.28.6, Plu.Dem.24:—pass one's life, τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον Pl. l. c., cf. R.578c, Ph.1.627: c. part., κ. ξενιτεύων, σοφιστεύων, Plb.l.c., Plu. l.c.; κ. διώξαντες ἕτερον ἢ καὶ φυγόντες ὑφ' ἑτέρου Phld.Rh.2.166 S.; κ. γεωργοῦντες Str.13.4.10. 2 bring one's life to an end, die, λέγεται ἄρτιος καταβιῶναι καὶ τὰς αἰσθήσεις ἡβῶν Philostr.VS1.9.3.
German (Pape)
[Seite 1340] (s. βιόω), verleben, das Leben hinbringen; τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον ἄνευ λυπῶν Plat. Prot. 355 a, öfter; Sp., περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε Plut. Dem. 24; ἐν τοῖς οἰκείοις καταβιῶναι Hdn. 1, 15, 8. Bei Luc. Ver. H. 1, 12 ist καταβιώσεσθε richtige Lesart für καταβιώσετε.
Greek (Liddell-Scott)
καταβιόω: μέλλ. -ώσομαι: ἀόρ. κατεβίων Πλάτ., ὡσαύτως κατεβίωσα, Πολύβ. 12. 28, 6, Πλουτ. Δημοσθ. 24. Τελειώνω τὸν βίον μου, περνῶ τὴν ζωήν μου, τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 355Α, πρβλ. Πολ. 578F· ἀπολ., Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. καταβιώσομαι, ao. κατεβίωσα, ao.2 κατεβίων;
vivre jusqu’au bout.
Étymologie: κατά, βιόω.
Greek Monotonic
καταβιόω: μέλ. -ώσομαι, αόρ. βʹ κατεβίων, μεταγεν. αόρ. αʹ -εβίωσα· τελειώνω την ζωή μου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταβιόω: (fut. καταβιώσομαι, aor. 1 κατεβίωσα, aor. 2 κατεβίων) (тж. κ. τὸν βίον Plat.)
1) проводить жизнь, жить (ἡδέως Plat.; μεθ᾽ ἡσυχίας Plut.);
2) оканчивать свою жизнь (περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε, sc. Αἰσχίνης Plut.).