κέκασμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
(nl)
(2b)
Line 16: Line 16:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κέκασμαι indic. perf. med. van καίνυμι.
|elnltext=κέκασμαι indic. perf. med. van καίνυμι.
}}
{{elru
|elrutext='''κέκασμαι:''' pf. pass. к *[[κάζομαι]] и [[καίνυμαι]].
}}
}}

Revision as of 22:52, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κέκασμαι: κέκαστο, κεκασμένος, ἴδε ἐν λέξει καίνυμαι.

French (Bailly abrégé)

v. καίνυμαι.

English (Autenrieth)

see καίνυμαι.

Greek Monolingual

κέκασμαι (Α)
παρακμ. του καίνυμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέ-κασ-μαι, με αναδιπλασιασμό κε-, θ. καδ-, πρβλ. δωρ. τ. κέ-καδμαι (το σύμπλεγμα -σμ- < -δμ-, πρβλ. ὀδμή < ὀσμή) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kad- «λάμπω, διακρίνομαι, ακτινοβολώ». Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. τ. παρακμ. śāśaduh, μτχ. šāśadāna- «εξέχω, διακρίνομαι». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε θ. -κασ- < ΙΕ ρίζα kas- «υποδεικνύω, καθοδηγώ» και συνδέεται πιθ. με λατ. censeo «τιμώ - νομίζω», αρχ. ινδ. śamsayati, ενώ φαίνεται πιθανή και η σύνδεση με τα κύρια ον. Κάστωρ, Καστιάνειρα και Κασσάνδρα].

Greek Monotonic

κέκασμαι: παρακ. του καίνυμαι· γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. κέκαστο· μτχ. κεκασμένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκασμαι indic. perf. med. van καίνυμι.

Russian (Dvoretsky)

κέκασμαι: pf. pass. к *κάζομαι и καίνυμαι.