κατελθεῖν: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατελθεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[κατέρχομαι]].
|lsmtext='''κατελθεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[κατέρχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατελθεῖν:''' дор. v. l. [[κατενθεῖν]] inf. aor. 2 к [[κατέρχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1395] fut. u. aor. zu κατέρχομαι.

Greek Monotonic

κατελθεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατελθεῖν: дор. v. l. κατενθεῖν inf. aor. 2 к κατέρχομαι.