λαβυρινθώδης: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λαβυρινθώδης]], -ῶδες) [[λαβύρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, [[περίπλοκος]], [[πολύπλοκος]] («λαβυρινθῶδες [[οἴκημα]]», Προκ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσνόητος]] ή αυτός του οποίου δύσκολα βρίσκει [[κάποιος]] τη [[λύση]] («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις»).
|mltxt=-ες (Α [[λαβυρινθώδης]], -ῶδες) [[λαβύρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, [[περίπλοκος]], [[πολύπλοκος]] («λαβυρινθῶδες [[οἴκημα]]», Προκ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσνόητος]] ή αυτός του οποίου δύσκολα βρίσκει [[κάποιος]] τη [[λύση]] («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις»).
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰβῠρινθώδης:''' <b class="num">1)</b> лабиринтообразный, закрученный ([[ἀστράγαλος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> запутанный, крайне сложный (ἐρωτήσεις Luc.).
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰβυρινθώδης Medium diacritics: λαβυρινθώδης Low diacritics: λαβυρινθώδης Capitals: ΛΑΒΥΡΙΝΘΩΔΗΣ
Transliteration A: labyrinthṓdēs Transliteration B: labyrinthōdēs Transliteration C: lavyrinthodis Beta Code: laburinqw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A labyrinthine, contorted, ἀστράγαλος Arist.HA499b25; οἴκημα Procop.Arc. 4: metaph., δόξα Ph.1.192; ἐρωτήσεις Luc.Fug.10.

German (Pape)

[Seite 2] ες, einem Labyrinth ähnlich, ἀστράγαλος, vielfach gewunden, Arist. H. A. 2, 1, ἱμάντος λ. περιστροφή, Poll. 9, 118; worin man sich leicht verirren u. verwirren kann, καὶ δυσέκλυτος δόξα, Philo; ἐρώτησις, Luc. fugit. 10.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰβῠρινθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λαβύρινθον, διάστροφος, ἀστράγαλος Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33· - πολύπλοκος, σκολιός, δόξα Φίλων 1. 192· ἐρωτήσεις Λουκ. Δραπ. 10.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble à un labyrinthe, inextricable.
Étymologie: λαβύρινθος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α λαβυρινθώδης, -ῶδες) λαβύρινθος
1. αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, περίπλοκος, πολύπλοκος («λαβυρινθῶδες οἴκημα», Προκ.)
2. μτφ. δυσνόητος ή αυτός του οποίου δύσκολα βρίσκει κάποιος τη λύση («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις»).

Russian (Dvoretsky)

λᾰβῠρινθώδης: 1) лабиринтообразный, закрученный (ἀστράγαλος Arst.);
2) запутанный, крайне сложный (ἐρωτήσεις Luc.).