κυρταύχην: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(22)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[κυρταύχην]], -ενος, ό, ή)<br />αυτός που έχει κυρτό αυχένα, [[στραβολαίμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κυρταύχην]] [[ἵππος]]» — το [[άλογο]] που, όταν βαδίζει, φέρει την [[κεφαλή]] και τον τράχηλο [[προς]] το [[στήθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυρτός]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καμπυλ</i>-<i>αύχην</i>, <i>κρατερ</i>-<i>αύχην</i>)].
|mltxt=ο, η (Α [[κυρταύχην]], -ενος, ό, ή)<br />αυτός που έχει κυρτό αυχένα, [[στραβολαίμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κυρταύχην]] [[ἵππος]]» — το [[άλογο]] που, όταν βαδίζει, φέρει την [[κεφαλή]] και τον τράχηλο [[προς]] το [[στήθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυρτός]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καμπυλ</i>-<i>αύχην</i>, <i>κρατερ</i>-<i>αύχην</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''κυρταύχην:''' ενος adj. (лат. [[incurvicervicus]]) с искривленной спиной Quint.
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρταύχην Medium diacritics: κυρταύχην Low diacritics: κυρταύχην Capitals: ΚΥΡΤΑΥΧΗΝ
Transliteration A: kyrtaúchēn Transliteration B: kyrtauchēn Transliteration C: kyrtaychin Beta Code: kurtau/xhn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ενος,

   A with bulging neck, Quint.1.5.70.

German (Pape)

[Seite 1537] ενος, mit gekrümmtem Racken, führt Quintil. 1, 3, 70 an.

Greek (Liddell-Scott)

κυρταύχην: ὁ ἡ, ὁ ἔχων κυρτὸν αὐχένα, τὸ τοῦ Πακουβίου, incurvicervicus, Κυντιλ. 1. 5, 67.

Greek Monolingual

ο, η (Α κυρταύχην, -ενος, ό, ή)
αυτός που έχει κυρτό αυχένα, στραβολαίμης
νεοελλ.
φρ. «κυρταύχην ἵππος» — το άλογο που, όταν βαδίζει, φέρει την κεφαλή και τον τράχηλο προς το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + αὐχήν (πρβλ. καμπυλ-αύχην, κρατερ-αύχην)].

Russian (Dvoretsky)

κυρταύχην: ενος adj. (лат. incurvicervicus) с искривленной спиной Quint.