λαοτέκτων: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λᾱοτέκτων:''' -ονος, ὁ, [[κτίστης]], [[οικοδόμος]], [[λιθοξόος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λᾱοτέκτων:''' -ονος, ὁ, [[κτίστης]], [[οικοδόμος]], [[λιθοξόος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾱοτέκτων:''' ονος ὁ каменотес Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A stone-worker, AP7.380 (Crin.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοτέκτων: -ονος, ὁ, ἐργάτης λίθων, Ἀνθ. Π. 7. 380.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λᾶας, τέκτων.
Greek Monolingual
λαοτέκτων, -ονος, ὁ (Α)
κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + τέκτων «κατασκευαστής» (πρβλ. δομο-τέκτων, χρυσο-τέκτων)].
Greek Monotonic
λᾱοτέκτων: -ονος, ὁ, κτίστης, οικοδόμος, λιθοξόος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱοτέκτων: ονος ὁ каменотес Anth.