λεπτογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(23)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπτογνώμων]], -όγνωμον (Α)<br />[[οξύνους]], [[ευφυής]], [[οξυδερκής]] («ξυνεῑναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν [[ὀξύς]] ἐστι καὶ [[λεπτογνώμων]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]], <i>σκληρο</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[λεπτογνώμων]], -όγνωμον (Α)<br />[[οξύνους]], [[ευφυής]], [[οξυδερκής]] («ξυνεῑναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν [[ὀξύς]] ἐστι καὶ [[λεπτογνώμων]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]], <i>σκληρο</i>-[[γνώμων]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτογνώμων:''' 2, gen. ονος с тонким умом, проницательный Luc.
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτογνώμων Medium diacritics: λεπτογνώμων Low diacritics: λεπτογνώμων Capitals: ΛΕΠΤΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: leptognṓmōn Transliteration B: leptognōmōn Transliteration C: leptognomon Beta Code: leptognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A subtle in mind, Luc.JTr.27.

German (Pape)

[Seite 30] ον, von seinem Verstande, Luc. Iov. trag. 27.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτογνώμων: -ον, ὀξύνους, λεπτός, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 27.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
à l’esprit fin.
Étymologie: λεπτός, γνώμη.

Greek Monolingual

λεπτογνώμων, -όγνωμον (Α)
οξύνους, ευφυής, οξυδερκής («ξυνεῑναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων, σκληρο-γνώμων.

Greek Monolingual

λεπτογνώμων, -όγνωμον (Α)
οξύνους, ευφυής, οξυδερκής («ξυνεῑναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων, σκληρο-γνώμων.

Russian (Dvoretsky)

λεπτογνώμων: 2, gen. ονος с тонким умом, проницательный Luc.