λήρημα: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λήρημα:''' -ατος, τό, ανόητη [[ομιλία]], [[φλυαρία]], [[ανοησία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''λήρημα:''' -ατος, τό, ανόητη [[ομιλία]], [[φλυαρία]], [[ανοησία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λήρημα:''' ατος τό (только pl.) пустая болтовня, вздор Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A silly talk, nonsense, Pl.Grg.486c (pl.), Phld.Mus.p.72 K. (pl.), Gal.8.651 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
λήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, Πλάτ. Γοργ. 486C, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sottise, radotage.
Étymologie: ληρέω.
Greek Monolingual
το (Α λήρημα) ληρώ
ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.).
Greek Monotonic
λήρημα: -ατος, τό, ανόητη ομιλία, φλυαρία, ανοησία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
λήρημα: ατος τό (только pl.) пустая болтовня, вздор Plat.