λιμνοχαρής: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(23)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λιμνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει [[μέσα]] ή [[κοντά]] σε λίμνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[λιμνοχαρής]] ή <i>λιμνοχαρίς</i><br />όνομα βατράχου στη <i>Βατραχομυομαχία</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>, [[πολεμοχαρής]]].
|mltxt=-ές (Α [[λιμνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει [[μέσα]] ή [[κοντά]] σε λίμνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[λιμνοχαρής]] ή <i>λιμνοχαρίς</i><br />όνομα βατράχου στη <i>Βατραχομυομαχία</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>, [[πολεμοχαρής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''λιμνοχᾰρής:''' болотолюбивый (sc. [[βάτραχος]] Batr.).
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 48] ές, sich des Sumpfes freuend, gern darin lebend, als Froschname auch λιμνόχαρις geschrieben, Batrach.

Greek Monolingual

-ές (Α λιμνοχαρής, -ές)
αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει μέσα ή κοντά σε λίμνες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο λιμνοχαρής ή λιμνοχαρίς
όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής, πολεμοχαρής].

Russian (Dvoretsky)

λιμνοχᾰρής: болотолюбивый (sc. βάτραχος Batr.).