λαβδακισμός: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
(3) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[λαβδακισμός]]) [[λαβδακίζω]]<br /><b>1.</b> η συχνή [[χρήση]] του λ<br /><b>2.</b> ελαττωματική [[άρθρωση]] και [[προφορά]] του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως [[διπλού]] λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: <i>νελό</i> [[αντί]] [[νερό]]. | |mltxt=ο (Α [[λαβδακισμός]]) [[λαβδακίζω]]<br /><b>1.</b> η συχνή [[χρήση]] του λ<br /><b>2.</b> ελαττωματική [[άρθρωση]] και [[προφορά]] του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως [[διπλού]] λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: <i>νελό</i> [[αντί]] [[νερό]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λαβδακισμός:''' ὁ = [[λαμβδακισμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, lambdacism, lallation (λάμβδα, λάβδα) a defect in pronunciation, Quint.Inst.1.5.32 (pl.), Diom.453 K.
German (Pape)
[Seite 1] ὁ, Lambdazismus, λαμβδακισμός (err.)
French
labdacisme, lambdacisme
Greek Monolingual
ο (Α λαβδακισμός) λαβδακίζω
1. η συχνή χρήση του λ
2. ελαττωματική άρθρωση και προφορά του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως διπλού λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: νελό αντί νερό.
Russian (Dvoretsky)
λαβδακισμός: ὁ = λαμβδακισμός.