μαψυλάκας: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαψῠλάκᾱς:''' -ου, ὁ ([[ὑλάω]], [[ὑλακή]]), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. [[επαναλαμβάνω]] ένα [[πράγμα]] [[ξανά]] και [[ξανά]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''μαψῠλάκᾱς:''' -ου, ὁ ([[ὑλάω]], [[ὑλακή]]), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. [[επαναλαμβάνω]] ένα [[πράγμα]] [[ξανά]] και [[ξανά]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαψῠλάκας:''' ου adj. (эол. acc. f μαψυλάκαν или μαψυλάκταν) лающий на ветер, впустую брешущий Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰκ], α, ὁ, (ὑλάω, ὑλακτῶ)
A idly barking, i.e. repeating a thing again and again, Pi.N.7.105: μαψυλάκαν γλῶσσαν (fem.) prob. for μαψυλάκταν in Sapph.27.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui bavarde à tort et à travers.
Étymologie: μάψ, ὑλάσσω.
English (Slater)
μαψυλάκας
1 chatterer ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος” (μαψυλάκαις coni. J. G. Schneider: cf. Fränkel, Nom. Ag., 2. 95.) (N. 7.105)
Greek Monolingual
μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α)
1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια
2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
μαψῠλάκᾱς: -ου, ὁ (ὑλάω, ὑλακή), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. επαναλαμβάνω ένα πράγμα ξανά και ξανά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μαψῠλάκας: ου adj. (эол. acc. f μαψυλάκαν или μαψυλάκταν) лающий на ветер, впустую брешущий Pind.