μελαγχίτων: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελαγχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] μαύρο [[μανδύα]], [[σκουρόχρωμος]], [[σκοτεινός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μελαγχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] μαύρο [[μανδύα]], [[σκουρόχρωμος]], [[σκοτεινός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελαγχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1)</b> в черном одеянии, одетый в черное (sc. γυναῖκες Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> мрачный, скорбный ([[φρήν]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ] ωνος, ὁ, ἡ,
A with black raiment: hence, metaph., darksome, gloomy, φρήν A.Pers.115 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 118] ωνος, mit schwarzem Unterkleide, schwarz gekleidet u. übertr. traurig, φρήν, Aesch. Pers. 114.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανα χιτῶνα, μέλαν ἔνδυμα, Αἰσχύλ. Χο. 9· ― μεταφ., σκοτεινός, κατηφής, φρὴν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 114· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν φρένες ἀμφιμέλαιναι.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
vêtu de noir, en vêtement de deuil ; fig. sombre, triste.
Étymologie: μέλας, χιτών.
Greek Monolingual
μελαγχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α, Μ μελαχίτων)
βλ. μελανοχίτωνας.
Greek Monotonic
μελαγχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά μαύρο μανδύα, σκουρόχρωμος, σκοτεινός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μελαγχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1) в черном одеянии, одетый в черное (sc. γυναῖκες Aesch.);
2) мрачный, скорбный (φρήν Aesch.).