μειαγωγέω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μειαγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανεβάζω]] το [[πρόβατο]] στη [[ζυγαριά]], και μεταφ., <i>μειαγωγῶ τὴντραγῳδίαν</i>, [[ζυγίζω]] ([[εκτιμώ]]) την [[τραγωδία]] όπως θα ζύγιζα ένα [[πρόβατο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μειαγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανεβάζω]] το [[πρόβατο]] στη [[ζυγαριά]], και μεταφ., <i>μειαγωγῶ τὴντραγῳδίαν</i>, [[ζυγίζω]] ([[εκτιμώ]]) την [[τραγωδία]] όπως θα ζύγιζα ένα [[πρόβατο]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μειᾰγωγέω:''' [[μεῖον]] II] шутл. взвешивать словно жертвенного ягненка (τὴν τραγῳδίαν Arph.).
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειᾰγωγέω Medium diacritics: μειαγωγέω Low diacritics: μειαγωγέω Capitals: ΜΕΙΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: meiagōgéō Transliteration B: meiagōgeō Transliteration C: meiagogeo Beta Code: meiagwge/w

English (LSJ)

(μεῖον)

   A bring the sacrificial lamb to the scale, hence metaph., μ. τὴν τραγῳδίαν weigh it as you would a lamb, Ar.Ra.798:— hence μειᾰγωγ-εῖον, τό, and μειᾰγωγ-ία, ἡ, Suid.:

German (Pape)

[Seite 115] eigtl. ein Opferthier, μεῖον, bringen u. den φράτορες geben, VLL.; bei B. A. 267 wird μειαγωγῆσαι einfach durch θῦσαι erkl.; od. abwägen, kom., Ar. Ran. 797, τὴν τραγῳδίαν, eine Tragödie gleichsam nach Fleischergewicht abwägen. – Bei Synes. = weniger wiegen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. offrir en sacrifice, pour la réception d’un enfant dans une confrérie, la victime dite μεῖον;
2 intr. peser moins.
Étymologie: μειαγωγός.

Greek Monotonic

μειαγωγέω: μέλ. -ήσω, ανεβάζω το πρόβατο στη ζυγαριά, και μεταφ., μειαγωγῶ τὴντραγῳδίαν, ζυγίζω (εκτιμώ) την τραγωδία όπως θα ζύγιζα ένα πρόβατο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μειᾰγωγέω: μεῖον II] шутл. взвешивать словно жертвенного ягненка (τὴν τραγῳδίαν Arph.).