μωκάομαι: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(6_5)
(3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μωκάομαι''': ἀποθ., ([[μῶκος]]) [[μορφάζω]], [[κάμνω]] παντοίους μορφασμοὺς καὶ δι’ αὐτῶν [[γοητεύω]], ἀπατῶ τινα, καὶ οὕτω περιπαίζω, καταγελῶ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 29, Ἀλκίφρων 1. 33., 3. 27, Διογ. Λ. 10. 127. ― Τὸ ἐνεργ. μωκάω παρὰ τοῖς γραμμ: [[ὅθεν]] ἐν τῷ παθ., προσφορὰ μεμωκημένη, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. μεμωμ., Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΑ΄ 18). Ἐσχηματίσθη δὲ ἡ [[λέξις]] ἐκ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ἡ [[κάμηλος]], [[κάμηλος]] μωκᾶται Valck. εἰς Ἀμμών. σ. 231· ἴδε [[μυκάομαι]] ἐν τέλ.
|lstext='''μωκάομαι''': ἀποθ., ([[μῶκος]]) [[μορφάζω]], [[κάμνω]] παντοίους μορφασμοὺς καὶ δι’ αὐτῶν [[γοητεύω]], ἀπατῶ τινα, καὶ οὕτω περιπαίζω, καταγελῶ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 29, Ἀλκίφρων 1. 33., 3. 27, Διογ. Λ. 10. 127. ― Τὸ ἐνεργ. μωκάω παρὰ τοῖς γραμμ: [[ὅθεν]] ἐν τῷ παθ., προσφορὰ μεμωκημένη, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. μεμωμ., Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΑ΄ 18). Ἐσχηματίσθη δὲ ἡ [[λέξις]] ἐκ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ἡ [[κάμηλος]], [[κάμηλος]] μωκᾶται Valck. εἰς Ἀμμών. σ. 231· ἴδε [[μυκάομαι]] ἐν τέλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μωκάομαι:''' насмехаться Diog. L.
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωκάομαι Medium diacritics: μωκάομαι Low diacritics: μωκάομαι Capitals: ΜΩΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: mōkáomai Transliteration B: mōkaomai Transliteration C: mokaomai Beta Code: mwka/omai

English (LSJ)

(μῶκος

   A mimic, and so, ridicule, Ael.NA1.29, Alciphr. 1.33, 3.27: abs., μωκώμενος in jest, opp. πεποιθώς, Epicur.Ep.3p.62U., cf. Phld.Vit.p.38 J.; μωκωμένη διάλεκτος Agatharch.21; προσφορὰ μεμωκημένη (v.l. μεμωμ-) offering made in mockery, LXX Si.31 (34).18:—Pass., ib.Je.28(51).18.—Act. only in Cyr. (Said to be formed from the sound made by a camel, κάμηλος μωκᾶται Anon. de voc.animal. in Stud.Ital.1.93; = mugio, Gloss.)

Greek (Liddell-Scott)

μωκάομαι: ἀποθ., (μῶκος) μορφάζω, κάμνω παντοίους μορφασμοὺς καὶ δι’ αὐτῶν γοητεύω, ἀπατῶ τινα, καὶ οὕτω περιπαίζω, καταγελῶ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 29, Ἀλκίφρων 1. 33., 3. 27, Διογ. Λ. 10. 127. ― Τὸ ἐνεργ. μωκάω παρὰ τοῖς γραμμ: ὅθεν ἐν τῷ παθ., προσφορὰ μεμωκημένη, μετὰ διαφ. γραφ. μεμωμ., Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΑ΄ 18). Ἐσχηματίσθη δὲ ἡ λέξις ἐκ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ἡ κάμηλος, κάμηλος μωκᾶται Valck. εἰς Ἀμμών. σ. 231· ἴδε μυκάομαι ἐν τέλ.

Russian (Dvoretsky)

μωκάομαι: насмехаться Diog. L.