νηπιότης: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηπιότης:''' -ητος, ἡ, παιδική, νηπιακή [[ηλικία]], [[παιδαριώδης]] [[συμπεριφορά]], [[παιδικότητα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''νηπιότης:''' -ητος, ἡ, παιδική, νηπιακή [[ηλικία]], [[παιδαριώδης]] [[συμπεριφορά]], [[παιδικότητα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νηπιότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> раннее детство, детский возраст, младенчество (ἀπὸ νηπιότητος Sext.);<br /><b class="num">2)</b> детская игра: παιδίας καὶ νηπιότητος [[χάριν]] Plat. по малолетству;<br /><b class="num">3)</b> ребяческий характер (φρενῶν Luc.).
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐότης Medium diacritics: νηπιότης Low diacritics: νηπιότης Capitals: ΝΗΠΙΟΤΗΣ
Transliteration A: nēpiótēs Transliteration B: nēpiotēs Transliteration C: nipiotis Beta Code: nhpio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A childhood, infancy, Arist.Pr.896b6.    II childishness, Pl.Lg.808e, J.AJ1.19.3, 2.9.7; ν. φρενῶν Luc.Halc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιότης: -τητος, ἡ, νηπιακὴ ἡλικία, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50. ΙΙ. τὸ παιδαριῶδες, Πλάτ. Νόμ. 808Ε· ν. φρενῶν Λουκ. Ἁλκ. 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
enfantillage, puérilité.
Étymologie: νήπιος.

Greek Monolingual

νηπιότης, ἡ (ΑΜ) νήπιος
η περίοδος της βρεφικής ή νηπιακής ηλικίας του ανθρώπου
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) η παιδική ηλικία
2. παιδαριώδης τρόπος συμπεριφοράς, παιδαριωδία, ανοησία
3. παιδική αθωότητα
4. το να έχει εισέλθει κανείς για πρώτη φορά στη ζωή της χριστιανικής Εκκλησίας.

Greek Monotonic

νηπιότης: -ητος, ἡ, παιδική, νηπιακή ηλικία, παιδαριώδης συμπεριφορά, παιδικότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νηπιότης: ητος ἡ
1) раннее детство, детский возраст, младенчество (ἀπὸ νηπιότητος Sext.);
2) детская игра: παιδίας καὶ νηπιότητος χάριν Plat. по малолетству;
3) ребяческий характер (φρενῶν Luc.).