ξάντης: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(27) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[ξάντρια]] (Α [[ξάντης]], θηλ. [[ξάντρια]]) [[ξαίνω]]<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] για την [[ξάνση]] του ερίου, [[λαναράς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[εργαλείο]] του λαναρίσματος, η [[λανάρα]], το [[λανάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ξάντριαι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου που δεν διασώθηκε. | |mltxt=ο, θηλ. [[ξάντρια]] (Α [[ξάντης]], θηλ. [[ξάντρια]]) [[ξαίνω]]<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] για την [[ξάνση]] του ερίου, [[λαναράς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[εργαλείο]] του λαναρίσματος, η [[λανάρα]], το [[λανάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ξάντριαι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου που δεν διασώθηκε. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξάντης:''' ου ὁ чесальщик шерсти Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wool-carder, Pl.Plt.281a.
German (Pape)
[Seite 275] ὁ, der Wollekrempler, Plat. Polit. 281 a.
Greek (Liddell-Scott)
ξάντης: ὁ, ὁ ξαίνων ἔρια, Πλάτ. Πολιτικ. 281Α.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ξάντρια (Α ξάντης, θηλ. ξάντρια) ξαίνω
εργάτης ειδικός για την ξάνση του ερίου, λαναράς
νεοελλ.
το εργαλείο του λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι
τίτλος δράματος του Αισχύλου που δεν διασώθηκε.
Russian (Dvoretsky)
ξάντης: ου ὁ чесальщик шерсти Plat.