ὀλολυγμός: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλολυγμός:''' ὁ ([[ὀλολύζω]]), δυνατή [[φωνή]] με λαρυγγισμούς, [[κυρίως]], χαρμόσυνη [[κραυγή]], προς [[τιμή]] των θεών, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[σπανίως]], θρηνητική, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀλολυγμός:''' ὁ ([[ὀλολύζω]]), δυνατή [[φωνή]] με λαρυγγισμούς, [[κυρίως]], χαρμόσυνη [[κραυγή]], προς [[τιμή]] των θεών, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[σπανίως]], θρηνητική, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλολῡγμός:''' ὁ Aesch., Eur., Plut. = [[ὀλολυγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A loud cry, mostly of joy, in honour of the gods, ὀ. ἱρὸν . . παιώνισον A.Th.268 ; ὀ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν Id.Ag.28, cf. 595, E.Or.1137, LXX Ze.1.10, PMag.Lond.121.323 : pl., Epicur.Fr.143,419 ; song of triumph, ἐφυμνῆσαι . . ὀ. ἀνδρὸς θεινομένου A.Ch.387 (lyr.) ; rarely of lamentation, AP7.182 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 325] ὁ, das laute Aufschreien, besonders der Frauen, vor Freude, u. um die Götter anzurufen; ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, Aesch. Spt. 250; γυναικείῳ νόμῳ ὀλολυγμὸν ἄλλος ἄλλοθεν κατὰ πτόλιν ἔλασκον, Ag. 581; Ch. 381; Eur. Or. 1137; Ar.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλολυγμός: ὁ, ἰσχυρὰ μετὰ λαρυγγισμοῦ κραυγή, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον χαρᾶς, εἰς τιμὴν τῶν θεῶν (πρβλ. ὀλολύζω), ὀλ. ἱρὸν ... παιάνισον Αἰσχύλ. Θήβ. 268· ὀλ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 28, πρβλ. 595, Εὐρ. Ὀρ. 1137· ― θλίψεως δὲ μόνον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 386, ἐφυμνῆσαι ... ὀλ. ἀνδρὸς θεινομένου.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ὀλολυγή.
Étymologie: ὀλολύζω.
Spanish
Greek Monolingual
ο (Α ὀλολυγμός) ολολύζω
ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός
αρχ.
1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.)
2. θριαμβευτικό άσμα.
Greek Monotonic
ὀλολυγμός: ὁ (ὀλολύζω), δυνατή φωνή με λαρυγγισμούς, κυρίως, χαρμόσυνη κραυγή, προς τιμή των θεών, σε Αισχύλ., Ευρ.· σπανίως, θρηνητική, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλολῡγμός: ὁ Aesch., Eur., Plut. = ὀλολυγή.