ὁμαυλία: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμαυλία:''' ἡ, [[συγκατοίκηση]], [[συνοίκηση]], <i>σύζυγοι ὁμ</i>., τα [[δεσμά]] του γάμου, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὁμαυλία:''' ἡ, [[συγκατοίκηση]], [[συνοίκηση]], <i>σύζυγοι ὁμ</i>., τα [[δεσμά]] του γάμου, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμαυλία:''' ἡ совместная жизнь, сожительство: σύζυγοι ὁμαυλίαι Aesch. брачные связи. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A a dwelling together, σύζυγοι ὁ. wedded unions, A.Ch.599 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, das Zusammenwohnen, -liegen, der Beischlaf, Aesch. Ch. 591, Schol. ὁμοκοιτία.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαυλία: ἡ, συνοίκησις, ὁμοκοιτία, συζύγους θ’ ὁμαυλίας, συζυγίας γαμικάς, ἑνώσεις διὰ γάμου, Αἰσχύλ. Χο. 599.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d’habiter ensemble, d’avoir commerce avec.
Étymologie: ὅμαυλος.
Greek Monolingual
ὁμαυλία, ἡ (Α) [όμαυλος (Ι)]
(ποιητ. τ.) συγκατοίκηση («τὶς λόγῳ... φράσει... ἄταις τε συννόμους βροτῶν συζύγους ὁμαυλίας;», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ὁμαυλία: ἡ, συγκατοίκηση, συνοίκηση, σύζυγοι ὁμ., τα δεσμά του γάμου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμαυλία: ἡ совместная жизнь, сожительство: σύζυγοι ὁμαυλίαι Aesch. брачные связи.