ὅμαιχμος: Difference between revisions
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅμαιχμος:''' ὁ ([[αἰχμή]]), [[συμπολεμιστής]], [[σύντροφος]] στη [[μάχη]], [[σύμμαχος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ὅμαιχμος:''' ὁ ([[αἰχμή]]), [[συμπολεμιστής]], [[σύντροφος]] στη [[μάχη]], [[σύμμαχος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅμαιχμος:''' ὁ товарищ по оружию, соратник, союзник Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A fighting together : as Subst., ally, Th.3.58.
German (Pape)
[Seite 329] mit Einem gemeinschaftlich streitend, Speer-, d. i. Kampfgenoß, Thuc. 3, 58.
Greek (Liddell-Scott)
ὅμαιχμος: -ον, ὁ ὁμοῦ μαχόμενος· ὡς οὐσιαστ., σύμμαχος Θουκ. 3. 58. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 178.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon d’arme (propr. qui unit sa lance à celle d’un autre).
Étymologie: ὁμός, αἰχμή.
Greek Monotonic
ὅμαιχμος: ὁ (αἰχμή), συμπολεμιστής, σύντροφος στη μάχη, σύμμαχος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὅμαιχμος: ὁ товарищ по оружию, соратник, союзник Thuc.