ὀλβίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλβίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ [[ὤλβισα]] ([[ὄλβιος]])· κάνω κάποιον ευτυχισμένο, σε Ευρ.· [[θεωρώ]] ότι είμαι ή [[δηλώνω]] ότι είμαι [[ευτυχισμένος]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., είμαι ή θεωρούμαι [[ευτυχής]], μτχ. παρακ. <i>ὠλβισμένοι</i>, σε Ευρ.· μτχ. αορ. αʹ <i>ὀλβισθείς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ὀλβίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ [[ὤλβισα]] ([[ὄλβιος]])· κάνω κάποιον ευτυχισμένο, σε Ευρ.· [[θεωρώ]] ότι είμαι ή [[δηλώνω]] ότι είμαι [[ευτυχισμένος]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., είμαι ή θεωρούμαι [[ευτυχής]], μτχ. παρακ. <i>ὠλβισμένοι</i>, σε Ευρ.· μτχ. αορ. αʹ <i>ὀλβισθείς</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλβίζω:''' <b class="num">1)</b> делать счастливым, давать блаженство (ἓν ἦμάρ μ᾽ ὤλβισ᾽, ἓν δ᾽ ἀπώλεσεν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> считать счастливым (μηδένα Soph.): οἱ τὰ πρῶτ᾽ ὠλβισμένοι Eur. слывущие самыми счастливыми.
}}
}}

Revision as of 00:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβίζω Medium diacritics: ὀλβίζω Low diacritics: ολβίζω Capitals: ΟΛΒΙΖΩ
Transliteration A: olbízō Transliteration B: olbizō Transliteration C: olvizo Beta Code: o)lbi/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ E.Hel.228 : aor. ὤλβισα S.Fr.646.1, etc. :—Pass. (v. infr.) :—make happy, E.Ph.1689, Hel.l.c.(lyr.); deem or pronounce happy, A.Ag.928, S.OT1529, etc. :—Pass., to be or be deemed happy, τίς δ' οἶκος . . ὠλβίσθη ποτέ ; Id.Fr.942 ; οἱ τὰ πρῶτ' ὠλβισμένοι E.IA 51 ; μέγα ὀλβισθείς Id.Tr.1253 (anap.).

German (Pape)

[Seite 318] (glücklich machen), glücklich preisen, wie μακαρίζω; Aesch. Ag. 902; Soph. O. R. 1529; ἐνεγκὼν τἀπινίκια ὠλβίζετο, El. 683; oft Eur., οἱ τὰ πρῶτ' ὠλβισμένοι I. A. 51, μέγα ὀλβισθείς Troad. 1253; Ar. Th. 18; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: ἀόρ. ὤλβισα Τραγ. ― Παθ., ἴδε κατωτ. Καθιστῶ τινα ὄλβιον, εὐδαίμονα, Εὐρ. Φοίν. 1689, Ἑλ. 228· ― μακαρίζω, «καλοτυχίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 928, Σοφ. Ο. Τ. 1529, κτλ.· ― εἶμαι ἢ θεωροῦμαι ὄλβιος, μακάριος, τίς δ’ οἶκος.. ὠλβίσθη ποτέ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 679· οἱ τὰ πρῶτ’ ὠλβισμένοι Εὐρ. Ι. Α. 51· μέγα ὀλβισθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1253.

French (Bailly abrégé)

ao. ὤλβισα, pf. inus.
1 rendre heureux;
2 regarder comme heureux.
Étymologie: ὄλβος.

Greek Monotonic

ὀλβίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ ὤλβισα (ὄλβιος)· κάνω κάποιον ευτυχισμένο, σε Ευρ.· θεωρώ ότι είμαι ή δηλώνω ότι είμαι ευτυχισμένος, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., είμαι ή θεωρούμαι ευτυχής, μτχ. παρακ. ὠλβισμένοι, σε Ευρ.· μτχ. αορ. αʹ ὀλβισθείς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβίζω: 1) делать счастливым, давать блаженство (ἓν ἦμάρ μ᾽ ὤλβισ᾽, ἓν δ᾽ ἀπώλεσεν Eur.);
2) считать счастливым (μηδένα Soph.): οἱ τὰ πρῶτ᾽ ὠλβισμένοι Eur. слывущие самыми счастливыми.