πάμπρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
(nl)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πάμπρεπτος -ον [πᾶς, πρέπω] zeer opvallend.
|elnltext=πάμπρεπτος -ον [πᾶς, πρέπω] zeer opvallend.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμπρεπτος:''' великолепный (ἕδραι Aesch.).
}}
}}

Revision as of 01:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπρεπτος Medium diacritics: πάμπρεπτος Low diacritics: πάμπρεπτος Capitals: ΠΑΜΠΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: pámpreptos Transliteration B: pampreptos Transliteration C: pampreptos Beta Code: pa/mpreptos

English (LSJ)

ον,

   A all-conspicuous, ἕδραι A.Ag.117(lyr.).

German (Pape)

[Seite 454] sehr ausgezeichnet, ἕδρα, Aesch. Ag. 117.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπρεπτος: -ον, περίβλεπτος, λαμπρότατος, ἕδραι Αἰσχύλου Ἀγ. 117· πρβλ. εὔπρεπτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible pour tous, bien en vue.
Étymologie: πᾶν, πρέπω.

Greek Monolingual

πάμπρεπτος, -ον (Α)
ο τελείως ξεχωριστός, λαμπρότατος («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πρεπτός (< πρέπω), πρβλ. εύ-πρεπτος].

Greek Monotonic

πάμπρεπτος: -ον (πρέπω), περίλαμπρος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμπρεπτος -ον [πᾶς, πρέπω] zeer opvallend.

Russian (Dvoretsky)

πάμπρεπτος: великолепный (ἕδραι Aesch.).