παρακαίω: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(30) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θερμαίνω]] [[κάτι]] σε υπερβολικό βαθμό («πρόσεξε μην παρακάψεις το [[βούτυρο]]»)<br /><b>2.</b> [[εκπέμπω]] [[μεγάλη]] [[θερμότητα]], [[είμαι]] πολύ [[καυτός]] («[[σήμερα]] παρακαίει ο [[ήλιος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («πῡρ παρακαίειν τοῑς νοσοῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]] πλαγίως με καυτήρα («[[ὅταν]] [[φλέβα]] παρακαύσῃς ἤ διακαύσῃς», Ιπποκρ.). | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θερμαίνω]] [[κάτι]] σε υπερβολικό βαθμό («πρόσεξε μην παρακάψεις το [[βούτυρο]]»)<br /><b>2.</b> [[εκπέμπω]] [[μεγάλη]] [[θερμότητα]], [[είμαι]] πολύ [[καυτός]] («[[σήμερα]] παρακαίει ο [[ήλιος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («πῡρ παρακαίειν τοῑς νοσοῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]] πλαγίως με καυτήρα («[[ὅταν]] [[φλέβα]] παρακαύσῃς ἤ διακαύσῃς», Ιπποκρ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακαίω:''' зажигать возле ([[πῦρ]] τινι Plut.): [[πάννυχος]] [[λύχνος]] παρακαίεται Her. рядом всю ночь горит светильник. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 1 January 2019
English (LSJ)
aor. -έκαυσα (v. infr.),
A light or keep lighted beside, πῦρ π. τοῖς νοσοῦσι Plu.2.383d; in ceremonies at tombs, Supp.Epigr.2.415 (Macedonia):—Pass., πάννυχος λύχνος π. Hdt.2.130. 2 of cautery, burn partly, ὅταν φλέβα παρακαύσῃς Hp.Vid.Ac.3.
German (Pape)
[Seite 481] (s. καίω), daneben, dabei, an der Seite anzünden, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; pass. λύχνος παρακαίεται, Her. 2, 130.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαίω: μέλλ. -καύσω, καίω πλησίον, πῦρ παρακαίειν τοῖς νοσοῦσι Πλούτ. 2. 383D. - Παθητ., πάννυχος λύχνος παρακαίεται Ἡρόδ. 2. 130. 2) καίω, διὰ καυστῆρος), πλαγίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διακαίω, ὅταν δὲ φλέβας παρακαύσῃς ἢ διακαύσῃς Ἱππ. 688. 33.
French (Bailly abrégé)
f. παρακαύσω, ao. παρέκηα, etc.
1 faire brûler à côté ; Pass. brûler à côté;
2 faire brûler par les bords, sur les côtés.
Étymologie: παρά, καίω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
θερμαίνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό («πρόσεξε μην παρακάψεις το βούτυρο»)
2. εκπέμπω μεγάλη θερμότητα, είμαι πολύ καυτός («σήμερα παρακαίει ο ήλιος»)
αρχ.
1. καίω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πῡρ παρακαίειν τοῑς νοσοῡσι», Πλούτ.)
2. καίω πλαγίως με καυτήρα («ὅταν φλέβα παρακαύσῃς ἤ διακαύσῃς», Ιπποκρ.).
Russian (Dvoretsky)
παρακαίω: зажигать возле (πῦρ τινι Plut.): πάννυχος λύχνος παρακαίεται Her. рядом всю ночь горит светильник.