παρεσθίω: Difference between revisions
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έφᾰγον</i>, απαρ. <i>-φᾰγεῖν</i>· [[τρώω]] ή [[δαγκώνω]] ένα [[πράγμα]] με [[λαιμαργία]], με γεν., σε Αριστοφ. | |lsmtext='''παρεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έφᾰγον</i>, απαρ. <i>-φᾰγεῖν</i>· [[τρώω]] ή [[δαγκώνω]] ένα [[πράγμα]] με [[λαιμαργία]], με γεν., σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρεσθίω:''' (fut. παρέδομαι, aor. 2 παρέφᾰγον, inf. aor. [[παραφαγεῖν|παραφᾰγεῖν]]) обгрызать, обгладывать (τινός Arph. и τι Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 1 January 2019
English (LSJ)
A eat besides, Hp.Dent.16. IIgnaw or nibble at, c. gen., ὥσπερ θύρας . . τῶν λογίων Ar.Eq.1026 ; μαθημάτων Jul.Gal. 229c. 2metaph., carp, sneer at, c. acc., D.L.2.66.
German (Pape)
[Seite 518] (s. ἐσθίω), daneben, zugleich essen, Hippocr. u. Sp.; – benaschen, τινός, Ar. Equ. 1026.
Greek (Liddell-Scott)
παρεσθίω: μέλλ. -έδομαι: ἀόρ. -έφᾰγον, ἀπαρ. -φᾰγεῖν· -ἐσθίω τι προσέτι, τὰ παρεσθίοντα ἐν τῷ θηλάζειν ῥᾷον φέρει ἀπογαλακτισμὸν Ἱππ. 267. 38. ΙΙ. τρώγω ἢ δάκνων ἀποσπῶ μέρος ἔκ τινος, μετὰ γεν., ἀλλ’ ὁ κύων ὁδὶ ὥσπερ θύρας σοῦ τῶν λογίων παρεσθίει Ἀριστοφ. Ἱππ. 1026. -ἐντεῦθεν, ψέγω, σκώπτω τινά, Λατ. rodere, μετ’ αἰτ., Διογ. Λ. 2. 66.
French (Bailly abrégé)
1 manger en outre ou en même temps;
2 ronger, gén..
Étymologie: παρά, ἐσθίω.
Greek Monolingual
Α
1. τρώγω και κάτι άλλο εκτός από την κυρίως τροφή
2. αποσπώ με δάγκωμα, τρώγω μέρος από κάτι
3. μτφ. α) τρέφομαι πνευματικώς, μορφώνομαι
β) σκώπτω, πειράζω κάποιον, είμαι δηκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐσθίω «τρώω»].
Greek Monotonic
παρεσθίω: μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ -έφᾰγον, απαρ. -φᾰγεῖν· τρώω ή δαγκώνω ένα πράγμα με λαιμαργία, με γεν., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
παρεσθίω: (fut. παρέδομαι, aor. 2 παρέφᾰγον, inf. aor. παραφᾰγεῖν) обгрызать, обгладывать (τινός Arph. и τι Diog. L.).