παροπλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροπλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αφοπλίζω]], σε Πολύβ. — Παθ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''παροπλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αφοπλίζω]], σε Πολύβ. — Παθ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παροπλίζω:''' обезоруживать, разоружать (τινά Polyb., Diod., Plut.).
}}
}}

Revision as of 01:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροπλίζω Medium diacritics: παροπλίζω Low diacritics: παροπλίζω Capitals: ΠΑΡΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: paroplízō Transliteration B: paroplizō Transliteration C: paroplizo Beta Code: paropli/zw

English (LSJ)

pf.

   A -ώπλικα D.S.4.10 :—disarm, Plb.2.7.10, etc. :— Med., 2sg. Ep. aor. -οπλίσσαιο Numen. ap. Ath.7.306c :—Pass., Plu. Cat.Mi.68.

German (Pape)

[Seite 527] entwaffnen; Pol. 2, 7, 10; παρωπλικέναι τὴν πόλιν, D. Sic. 4, 10; auch pass., 14, 67; Plut. Cat. min. 68. – Das med. in act. Bdtg, Numen. bei Ath. VII, 306 c.

Greek (Liddell-Scott)

παροπλίζω: μέλλ. -ίσω: πρκμ. -ώπλικα, Διόδ. 4. 10· - ἀφοπλίζω, Πολύβ. 2. 7, 10, κλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 306C. - Παθ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 68.

French (Bailly abrégé)

pf. παρώπλικα;
désarmer.
Étymologie: παρά, ὁπλίζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού
2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν του αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και παρωπλισμένος, -η, -ο
α) (για πλοίο) αυτό που παραμένει σε κατάσταση παροπλισμού
β) (για υπάλληλο ή λειτουργό) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί δραστική περικοπή δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων
(μσν. αρχ.) αφοπλίζω
αρχ.
1. αφαιρώ από το πλοίο τα ξάρτια και τα κουπιά, ξαρματώνω
2. μέσ. παροπλίζομαι
μτφ. περιορίζω τις δραστηριότητες μου ή την έκφραση τών απόψεών μου.

Greek Monotonic

παροπλίζω: μέλ. -ίσω, αφοπλίζω, σε Πολύβ. — Παθ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παροπλίζω: обезоруживать, разоружать (τινά Polyb., Diod., Plut.).