πεντηκοντακάρηνος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεντηκοντᾰκάρηνος:''' -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει [[πενήντα]] κεφάλια, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''πεντηκοντᾰκάρηνος:''' -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει [[πενήντα]] κεφάλια, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεντηκοντακάρηνος:''' v. l. [[πεντηκοντακέφαλος]] 2 (κᾰ) пятидесятиглавый (Ἀΐδεω [[κύων]] Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 1 January 2019
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A fifty-headed, Hes. Th. 312 (-κέφᾱλον (sic) codd.).
German (Pape)
[Seite 558] funfzigköpfig, Hes. Th. 312.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων 50 κεφαλάς, Ἡσ. Θ. 312.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cinquante têtes.
Étymologie: πεντήκοντα, κάρηνον.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι-κάρηνος)].
Greek Monotonic
πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον (κάρηνον), αυτός που έχει πενήντα κεφάλια, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκοντακάρηνος: v. l. πεντηκοντακέφαλος 2 (κᾰ) пятидесятиглавый (Ἀΐδεω κύων Hes.).