πεζονομικός: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]], [[κατάλληλος]] ή [[αρμόδιος]] για τη [[βοσκή]] ή τη [[συντήρηση]] χερσαίων ζώων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ πεζονομικὴ [[ἐπιστήμη]]» — η [[τέχνη]] ή η [[εμπειρία]] σχετικά με την [[οικονομία]] και [[περιποίηση]] τών χερσαίων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νομικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[νομή]] «[[βοσκή]]»)].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]], [[κατάλληλος]] ή [[αρμόδιος]] για τη [[βοσκή]] ή τη [[συντήρηση]] χερσαίων ζώων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ πεζονομικὴ [[ἐπιστήμη]]» — η [[τέχνη]] ή η [[εμπειρία]] σχετικά με την [[οικονομία]] και [[περιποίηση]] τών χερσαίων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νομικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[νομή]] «[[βοσκή]]»)].
}}
{{elru
|elrutext='''πεζονομικός:''' касающийся разведения наземных животных, животноводческий ([[ἐπιστήμη]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 01:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζονομικός Medium diacritics: πεζονομικός Low diacritics: πεζονομικός Capitals: ΠΕΖΟΝΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: pezonomikós Transliteration B: pezonomikos Transliteration C: pezonomikos Beta Code: pezonomiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the management of quadrupeds (opp. birds) ; ἡ π. ἐπιστήμη the business of managing them, Pl.Plt. 265c, cf. 264e ; τὸ π. ib.267b.

German (Pape)

[Seite 542] ή, όν, zum Weiden oder Halten von Landthieren gehörig; Plat. Polit. 267 b; ἐπιστήμη, 265 c.

Greek (Liddell-Scott)

πεζονομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ νομεύειν καὶ περιποιεῖσθαι πεζὰ ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πτηνά· ἡ πεζονομικὴ ἐπιστήμη, ἡ τέχνηἐμπειρία περὶ τὴν οἰκονομίαν καὶ περιποίησιν αὐτῶν, Πλάτ. Πολιτ. 265C, πρβλ. 264Ε· τὸ πεζονομικὸν εἶδος αὐτόθι 267Β.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που είναι ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος για τη βοσκή ή τη συντήρηση χερσαίων ζώων
2. φρ. «ἡ πεζονομικὴ ἐπιστήμη» — η τέχνη ή η εμπειρία σχετικά με την οικονομία και περιποίηση τών χερσαίων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -νομικός (< νομή «βοσκή»)].

Russian (Dvoretsky)

πεζονομικός: касающийся разведения наземных животных, животноводческий (ἐπιστήμη Plat.).