πατροτυψία: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(31) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[πατροτύπτης]]<br />το να χτυπά, να δέρνει [[κάποιος]] τον [[πατέρα]] του. | |mltxt=ἡ, Α [[πατροτύπτης]]<br />το να χτυπά, να δέρνει [[κάποιος]] τον [[πατέρα]] του. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πατροτυψία:''' ἡ нанесение побоев отцу Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A beating of one's father, S.E.M. 2.46.
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, das Schlagen des Vaters, Sext. Emp. adv. rhett. 46.
Greek (Liddell-Scott)
πατροτυψία: ἡ, τὸ τύπτειν τινὰ τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 46.
Greek Monolingual
ἡ, Α πατροτύπτης
το να χτυπά, να δέρνει κάποιος τον πατέρα του.
Russian (Dvoretsky)
πατροτυψία: ἡ нанесение побоев отцу Sext.