περιαγωγεύς: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιᾰγωγεύς:''' ὁ, [[εργάτης]] για την [[περιστροφή]] της άγκυρας, σε Λουκ. | |lsmtext='''περιᾰγωγεύς:''' ὁ, [[εργάτης]] για την [[περιστροφή]] της άγκυρας, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιᾰγωγεύς:''' έως ὁ ворот (для вращения) Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 1 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A windlass, Luc.Nav.5.
German (Pape)
[Seite 568] ὁ, der Herumführende; auch eine Maschine zum Umdrehen, Luc. navig. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾰγωγεύς: ὁ, μηχανή τις πρὸς περιστροφὴν χρήσιμος, ἡ δι’ ἧς ἀνασύρεται ἡ ἄγκυρα, κοινῶς «μποζεργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
machine pour faire tourner, treuil.
Étymologie: περιάγω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγωγεύς, παρ-αγωγεύς].
Greek Monotonic
περιᾰγωγεύς: ὁ, εργάτης για την περιστροφή της άγκυρας, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιᾰγωγεύς: έως ὁ ворот (для вращения) Luc.