πέτρωμα: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
(nl)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πέτρωμα -ατος, τό [πετρόω] steniging.
|elnltext=πέτρωμα -ατος, τό [πετρόω] steniging.
}}
{{elru
|elrutext='''πέτρωμα:''' ατος τό побиение камнями Eur.
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτρωμα Medium diacritics: πέτρωμα Low diacritics: πέτρωμα Capitals: ΠΕΤΡΩΜΑ
Transliteration A: pétrōma Transliteration B: petrōma Transliteration C: petroma Beta Code: pe/trwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mass of stone, ἱερὸν π. καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Paus.8.15.1.    II θανεῖν . . λευσίμῳ πετρώματι to die by stoning, E.Or.50,442.

German (Pape)

[Seite 606] τό (Versteinerung), Steinigung oder Herabstürzung vom Felsen, θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι, Eur. Or. 50. 442, vgl. Herm. Ion 1251.

Greek (Liddell-Scott)

πέτρωμα: τό, (πετρόω) ὄγκος ἀποτελούμενος ἐκ πετρῶν, ἱερὸν πέτρωμα καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Παυσ. 8. 15, 1. ΙΙ. τὸ φονεύειν τινὰ διὰ πετρῶν, διὰ λιθοβολίας, θανεῖν… λευσίμῳ πετρώματι Εὐρ. Ὀρ. 50. 442.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πετρώ
νεοελλ.
1. γεωλ. συσσωμάτωμα ενός ή περισσότερων ορυκτών που καταλαμβάνει τμήμα του στερεού φλοιού της Γης («εκρηξιγενή, ιζηματογενή, μεταμορφωμένα πετρώματα»)
2. η μετατροπή σε πέτρα, η απολίθωση
3. η πήξη, η μεταβολή υγρού σε στερεό (α. «το πέτρωμα του γλυκού» β. «το πέτρωμα του στήθους της λεχώνας»)
4. φρ. α) «εκρηξιγενές πέτρωμα»
γεωλ. πέτρωμα που έχει σχηματιστεί από τηγμένο υλικό που ονομάζεται μάγμα
β) «ιζηματογενές πέτρωμα» — πέτρωμα που αποτελείται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων ή από υλικά καθίζησης μέσα σε διαλύματα
γ) «μεταμορφωμένο πέτρωμα» — πέτρωμα που προέρχεται από πετρώματα τών δύο προηγούμενων κατηγοριών τα οποία υπέστησαν υπό συγκεκριμένες συνθήκες μεταβολές στην ορυκτολογική σύσταση, την υφή και την εσωτερική δομή τους
μσν.-αρχ.
όγκος, σωρός από πέτρες
αρχ.
φρ. «λεύσιμον πέτρωμα» — θάνατος με κατακρήμνιση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέτρωμα -ατος, τό [πετρόω] steniging.

Russian (Dvoretsky)

πέτρωμα: ατος τό побиение камнями Eur.